διστακτικῆς

διστακτικῆς
διστακτικός
expressive of doubt
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τσαλδάρης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Παναγής (Καμάρι, Κορινθία 1868 – Αθήνα 1936). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συνέχισε στο Γκέτινγκεν (όπου συνδέθηκε στενά με τον Δημήτριο Γούναρη), στο Βερολίνο, στη Λιψία και στο Παρίσι. Δικηγόρος στην Αθήνα από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”